ιβηρικός

ιβηρικός
-ή, -ό (ΑΜ ἰβηρικός, -ή, -όν) [Ἴβηρ - Ίβηρία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ίβηρες ή στην Ιβηρία (α. «Ιβηρική Χερσόνησος» β. «Ιβηρική Εκκλησία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰβηρικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιβηρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την Ιβηρία: Η Ιβηρική χερσόνησος. – Ιβηρική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰβηρικά — Ἰβηρικός neut nom/voc/acc pl Ἰβηρικά̱ , Ἰβηρικός fem nom/voc/acc dual Ἰβηρικά̱ , Ἰβηρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικώτερον — Ἰβηρικός adverbial comp Ἰβηρικός masc acc comp sg Ἰβηρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικῶν — Ἰβηρικός fem gen pl Ἰβηρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικόν — Ἰβηρικός masc acc sg Ἰβηρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικαί — Ἰβηρικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικοῖς — Ἰβηρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικοί — Ἰβηρικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰβηρικοῦ — Ἰβηρικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”